κατασημανθέντα

κατασημανθέντα
κατασημαίνω
aor part pass neut nom/voc/acc pl
κατασημαίνω
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασημαίνω — (Α κατασημαίνομαι) 1. κλείνω κάτι καλά, σφραγίζω («ὄφεις... ἐν κίστῃ που κατασήμηναι», Αριστοφ.) 2. σημειώνω προσεκτικά («τὰ κατασημανθέντα ὁνόματα ἐξενεγκεῑν», Πλάτ.) αρχ. 1. υποδηλώνω 2. σημαίνω, συμβολίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”